-
1 κομμωτης
-
2 κτημα
1) приобретенное, нажитое, имущество, богатство, собственность, добро(πλεῖστα δόμοις ἐν κτήματα κεῖται Hom.; κτήματα καὴ χρήματα Plat.; κτήματα καὴ ὑπάρξεις NT.)
κ. τῆς νίκης λαβεῖν Soph. — одержать победу2) (тж. κ. ἔμψυχον Arst.) раб, рабыня(παλαιὸν οἴκων κ. δεσποίνης ἐμῆς Eur.)
3) ценность, сокровище(νομίζειν κ. τέν αὐθαδίαν Soph.)
κ. εἰς ἀεί Thuc. — нетленное сокровище, непреходящая ценность4) недвижимое имущество, земельные владения(κ. ἔχειν ἐν Βοιωτίᾳ Dem.)
5) свойство, качество(κ. ἐμπεφυκός Plat.)
См. также в других словарях:
Δασέα ή Δασέας — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας, στον δρόμο από τη Μεγαλόπολη προς το ιερό της Δεσποίνης, στη Λυκοσούρα. Κατά τον Παυσανία, είχε χτιστεί από τον Αρκάδα ήρωα Δασεάτα, γιο του Λυκάονα. Μετά τη μάχη των Λεύκτρων, οι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν και… … Dictionary of Greek
властельскыи — (16) пр. к властель: не ѡ(т)стоупи. властельскою роукою възъбраненъ бывъ. КР 1284, 116в; Иже съборомь позванъ и ѡ(т)рекъсѩ... свое˫а чти лишитьсѩ. властельскою силою. Там же, 117б; кто обитель властельску. ˫ако сщ҃ноу створить. ПНЧ 1296, 76; не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κομμωτής — ο, θηλ. κομμώτρια (AM κομμωτής θηλ. κομμώτρια) [κομμώ (II)] αυτός που κόβει, χτενίζει και περιποιείται τα μαλλιά αρχ. καλλωπιστής (α. «τῷ τῆς δεσποίνης κομμωτῇ», Λουκιαν. β. «καὶ πῶλοι συνίτωσαν ὥσπερ γυναικὸς πολυτελοῡς τῆς τραγῳδίας κομμωταί»,… … Dictionary of Greek
Lycosura — Archaeological site name = Lycosura, Lykosoura, Lycosoura name local = Λυκόσουρα caption skyline = View SE toward the Temple of Despoina at Lycosoura. country = Greece region = Arkadia elevation = 568 controlling city = Megalopolis peak period =… … Wikipedia
Рождество Пресвятой Богородицы — Статья о церковном праздновании. О народной обрядности см. статью Осенины Рождество Пресвятой Богородицы … Википедия
Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… … Dictionary of Greek
БЛАГОВЕЩЕНИЕ ПРЕСВЯТОЙ БОГОРОДИЦЫ — [греч. Εὐαγγελισμός; лат. Annuntiatio], один из главных христ. праздников, посвященный воспоминанию благовестия арх. Гавриила Пресв. Деве Марии и Боговоплощения. Событие Благовещения Согласно Евангелию (Лк 1. 26 38), в 6 й месяц после зачатия… … Православная энциклопедия
May 13 (Eastern Orthodox liturgics) — May 12 Eastern Orthodox Church calendar May 14 All fixed commemorations below celebrated on May 26 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes … Wikipedia
«ЖИВОНОСНЫЙ ИСТОЧНИК» — [греч. Ζωοδόχου Πηγή; «Живоприемный Источник»], образ Божией Матери. Иконография связана с прославлением целебного источника за городской стеной К поля у Силиврийских ворот, на месте к рого, по преданию, в V в. имп. Лев I основал «Живоносный… … Православная энциклопедия
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek
οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… … Dictionary of Greek